συνεξαιθερώ

συνεξαιθερώ
-έω, ΜΑ
μεταβάλλω σε αιθέρα, εξαερώνω μαζί («τὰ τῶν νεκρῶν σώματα ἔκαιον συνεξαιθεροῡντες αὐτά», Ιω. Λυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐξαιθερῶ «μεταβάλλω σε αιθέρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”